- τωθαστικός
- τωθ-αστικός, ή, όν,A mocking, scornful,
ὄρχησις D.H.7.72
; of persons, Poll.5.161. Adv.-κῶς D.L.4.2
, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄρχησις D.H.7.72
; of persons, Poll.5.161. Adv.-κῶς D.L.4.2
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τωθαστικός — mocking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικός — ή, όν, Α [τωθαστής] χλευαστικός, εμπαικτικός. επίρρ... τωθαστικῶς Α χλευαστικά, περιπαικτικά … Dictionary of Greek
τωθαστικόν — τωθαστικός mocking masc acc sg τωθαστικός mocking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικῆς — τωθαστικός mocking fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστική — τωθαστικός mocking fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τωθαστικῶς — τωθαστικός mocking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)